ὁμοκλάν
1ὁμοκλᾶν — ὁμοκλάω call pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὁμοκλάω call pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὁμοκλάω call pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὁμοκλᾶ̱ν , ὁμοκλάω call pres inf act (epic doric) ὁμοκλάω call pres inf act… …
2ὁμοκλάν — ὁμοκλά̱ν , ὁμοκλή threat fem acc sg (doric aeolic) …
3ομοκλή — ὁμοκλή και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα 2. κραυγή επίπληξης ή απειλής 3. επίπληξη, απειλή («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», Ομ. Οδ.) 4. (σχετικά με άλογα) δυνατή φωνή παρότρυνσης, ενθάρρυνσης 5. (για ήχο… …