ὁμοιοπαράγωγος
1ομοιοπαράγωγος — ὁμοιοπαράγωγος, ον (Μ) αυτός που παράγεται με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + παράγωγος (< παράγω)] …
2ὁμοιοπαράγωγος — similarly derived masc/fem nom sg …
3ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …