ὁμιλ-ία

  • 1φυλαδόν — Α επίρρ. κατά φυλές, χωρισμένος σε φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. ὁμιλ αδόν)] …

    Dictionary of Greek