ὁμάκοοι
1ομάκοοι — ὁμάκοοι, οἱ (Α) (στους Πυθαγορείους) συνήκοοι, συνακροατές, συμμαθητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + άκοος (< ἀκούω), πρβλ. συν άκοος)] …
2ὁμακόοις — ὁμάκοοι fellow hearers masc dat pl …
3ὁμακόων — ὁμάκοοι fellow hearers masc gen pl …
4ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …
5ομακοείον — ὁμακοεῑον και ὁμακόϊον, τὸ (ΑΜ) [ομάκοοι] τόπος συνάθροισης και ακρόασης τών μαθητών τού Πυθαγόρα …