ὁλόσχοινος
1ὁλόσχοινος — club rush masc nom sg …
2ολόσχοινος — ο (Α ὁλόσχοινος) είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.) αρχ. 1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, ον ο κατασκευασμένος από λυγαριά 2. παροιμ.… …
3ὁλοσχοίνοις — ὁλόσχοινος club rush masc dat pl …
4ὁλοσχοίνου — ὁλόσχοινος club rush masc gen sg …
5ὁλοσχοίνους — ὁλόσχοινος club rush masc acc pl …
6ὁλοσχοίνων — ὁλόσχοινος club rush masc gen pl …
7ὁλοσχοίνῳ — ὁλόσχοινος club rush masc dat sg …
8ὁλόσχοινον — ὁλόσχοινος club rush masc acc sg …
9μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …
10ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …
- 1
- 2