ὁλόκληρος
1ὁλόκληρος — complete masc/fem nom sg …
2ολόκληρος — η, ο (ΑΜ ολόκληρος, ον) 1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.) 2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά… …
3ολόκληρος — η, ο ακέραιος, άρτιος, ολάκερος: Ολόκληρο το σπίτι καταστράφηκε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …
5ὁλοκληρότερον — ὁλόκληρος complete adverbial comp ὁλόκληρος complete masc acc comp sg ὁλόκληρος complete neut nom/voc/acc comp sg …
6ὁλοκληρότατα — ὁλόκληρος complete adverbial superl ὁλόκληρος complete neut nom/voc/acc superl pl …
7ὁλοκλήρως — ὁλόκληρος complete adverbial ὁλόκληρος complete masc/fem acc pl (doric) …
8ὁλόκληρον — ὁλόκληρος complete masc/fem acc sg ὁλόκληρος complete neut nom/voc/acc sg …
9ὁλοκληροτέρῳ — ὁλόκληρος complete masc/neut dat comp sg …
10ὁλοκληρότερα — ὁλόκληρος complete neut nom/voc/acc comp pl …