ὁλοτίλλω

  • 1ολοτίλλω — ὁλοτίλλω (Α) αποσπώ κάτι με τη ρίζα του, ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο) * + τίλλω «αποσπώ, περικόπτω, μαδώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 2ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …

    Dictionary of Greek