ὁδ-εύσιμος

  • 1πεπαρεύσιμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εὔφραστος, σαφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. αορ. πεπαρεῖν* + εύσιμος, αναλογικά προς τα επίθ. σε ιμος από ρ. σε εύω (πρβλ. διαπραγματεύομαι: διαπραγμάτευσις: διαπραγματεύσιμος)] …

    Dictionary of Greek