ὁδοιπορίᾳ
1ὁδοιπορία — ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc/acc dual ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ὁδοιπορίᾳ — ὁδοιπορίαι , ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) …
3οδοιπορία — η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [οδοιπόρος] 1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία 2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ) αρχ. 1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης 2.… …
4οδοιπορία — η πορεία σε δρόμο, περπάτημα για πολλή ώρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὁδοιπόρια — ὁδοιπόριον passagemoney neut nom/voc/acc pl …
6ὁδοιπορίας — ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem acc pl ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ὁδοιπορίαι — ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ὁδοιπορίαν — ὁδοιπορίᾱν , ὁδοιπορία walking fem acc sg (attic doric aeolic) …
9ὁδοιποριῶν — ὁδοιπορία walking fem gen pl …
10ὁδοιπορίαις — ὁδοιπορία walking fem dat pl …