ὁδοιπορία

  • 31πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… …

    Dictionary of Greek

  • 32προοδοιπόρος — ὁ, Α αυτός που βαδίζει μπροστά, που προηγείται σε οδοιπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὁδοιπόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 33συνοδοιπορία — η, ΝΜΑ [συνοδοιπόρος] κοινή οδοιπορία, συμπόρευση …

    Dictionary of Greek

  • 34συνοδοιπόρος — ο, ΝΜΑ σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ. β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με …

    Dictionary of Greek

  • 35ταγάρι — το / ταγάριον, ΝΜ 1. σακίδιο από χοντρό μάλλινο ύφασμα που κρεμιέται στον ώμο ιδίως σε οδοιπορία, ντορβάς 2. τάγιστρο μσν. μέτρο ξηρών καρπών ή γεννημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγή «τροφή τών υποζυγίων» + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. δοκ άρι, λυχν… …

    Dictionary of Greek

  • 36χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 37όδευση — η (Α ὅδευσις) [οδεύω] 1. πορεία, οδοιπορία 2. διέλευση νεοελλ. 1. (σε περιόδους πολέμου ή πολιορκίας) α) πορεία διά μέσου οδευμάτων β) διάνοιξη οδεύμα τος 2. μέθοδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας για τον προσδιορισμό τών γεωγραφικών… …

    Dictionary of Greek

  • 38όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …

    Dictionary of Greek

  • 39Βρεττάκος, Νικηφόρος — (Κροκεές Λακωνίας 1912 – 1991). Ποιητής και πεζογράφος. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό του κτήμα στην Πλούμιτσα, κοντά στον Ταΰγετο, και τα μαθητικά του στις Κροκεές και το Γύθειο. Νέος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για σπουδές που δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 40Νικορέντζος, Δημήτριος — (Κωνστάντζα Ρουμανίας 1944 –). Φυσικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Είναι μέλος… …

    Dictionary of Greek