ὁδοιπορία

  • 21εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… …

    Dictionary of Greek

  • 22κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …

    Dictionary of Greek

  • 23μακροπορώ — μακροπορῶ, έω (Α) [μακρόπορος] κάνω μεγάλη οδοιπορία, ταξιδεύω ή πορεύομαι μακριά …

    Dictionary of Greek

  • 24μακρόπορος — μακρόπορος, ον (Α) 1. αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει μακριά 2. αυτός που γίνεται με μακρινή οδοιπορία 3. αυτός που συμπληρώνει τροχιά σε μεγάλο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πόρος: (πρβλ. λοξό πορος, στενό πορος)] …

    Dictionary of Greek

  • 25οδοιπορινός — ὁδοιπορινός, ή, όν (Μ) (για βήχα) αυτός που προκαλείται από την οδοιπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοιπόρος + κατάλ. ινός (πρβλ. φθινοπωρ ινός)] …

    Dictionary of Greek

  • 26οδοιπορώ — (ΑΜ ὁδοιπορῶ, έω) [οδοιπόρος] 1. εκτελώ οδοιπορία, κάνω πορεία, πεζοπορώ, ιδίως βαδίζοντας σε δρόμο μακρύ («ἀποβᾱσαι ἀπὸ τῶν πλοίων αἱ Ἀμαζόνες ὡδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. διασχίζω έναν τόπο («ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τὶ τούσδε τοὺς… …

    Dictionary of Greek

  • 27οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… …

    Dictionary of Greek

  • 28οικτροκέλευθος — οἰκτροκέλευθος, ον (Α) αυτός που κάνει άθλια οδοιπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή» (πρβλ. λοξο κέλευθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 29πεζοπορία — η, ΝΜΑ [πεζοπόρος] βάδισμα με τα πόδια, πορεία πεζή, περπάτημα μσν. αρχ. ταξίδι στην ξηρά, οδοιπορία …

    Dictionary of Greek

  • 30πολυοδία — ἡ, ΜΑ 1. μακρύς δρόμος, μακρινή οδοιπορία 2. ύπαρξη πολλών δρόμων, λαβύρινθος («ταῖς πολυοδίαις τοῡ βίου τούτου ἐναμηχανοῦντες», Γρηγ. Νύσσ.) 3. (για εσφαλμένα επιχειρήματα) κυκεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁδός + κατάλ. ία (πρβλ. παρ οδ ία)] …

    Dictionary of Greek