ὁδοιπορία
11ὁδοιπορίη — ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (epic ionic) …
12ὁδοιπορίην — ὁδοιπορία walking fem acc sg (epic ionic) …
13ὁδοιπορίης — ὁδοιπορία walking fem gen sg (epic ionic) …
14ὁδοιπορίῃ — ὁδοιπορία walking fem dat sg (epic ionic) …
15ὁδοιπορίῃσι — ὁδοιπορία walking fem dat pl (epic ionic) …
16ὁδοιπορίῃσιν — ὁδοιπορία walking fem dat pl (epic ionic) …
17οδοιπορικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, ή, όν) [οδοιπόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν) α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και… …
18όδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα και αδελφός του Επίστροφου, ηγεμόνας των Αλιζώνων της Βιθυνίας. Πολέμησε μαζί με τους Τρώες. Τον σκότωσε ο Αγαμέμνων. 2. Κήρυκας των Αχαιών στο ελληνικό στρατόπεδο της Τροίας. 3. Πυθαγόρειος… …
19безгодиѥ — БЕЗГОДИ|Ѥ (5*), ˫А с. Несвоевременность, неблагоприятное время: не боуди жестокъ ни нечьстивъ зѣло. да не оумьре||ши въ безгодиѥ своѥ. да аште ѥсть оумирати въ безгодиѥ. то како дроугыимъ изволисѩ гл҃ати. ˫ако съмрьти наводѩть сѩ рокомъ жизньнымъ …
20ενόδιος — ἐνόδιος, ία, ον και ἐνόδιος, ον (επικ. τ. εἰνόδιος, ίη, ον) (Α) [οδός] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.) 2. ο χρήσιμος για τον δρόμο 3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν… …