ὀῤῥός
1όρρος — ὄρρος, ὁ (Α) 1. το άκρο τού ιερού οστού 2. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο, το μέρος γύρω από τους γλουτούς 3. πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρωπαϊκή λ. που συνδέεται με αρμ. or, αρχ. άνω γερμ. ars, αγγλοσαξ. ears «οπίσθια»,… …
2ὄρρος — boundary masc nom sg …
3ορρός — ο (ΑΜ ὀρρός) (εσφ. γρφ.) βλ. ορός …
4ὄρρω — ὄρρος boundary masc nom/voc/acc dual ὄρρος boundary masc gen sg (doric aeolic) …
5ὄρρον — ὄρρος boundary masc acc sg …
6ὄρρου — ὄρρος boundary masc gen sg …
7ορρωδώ — (ΑΜ ὀρρωδῶ, έω, Α ιων. τ. ἀρρωδέω) 1. ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, φοβάμαι, τρέμω 2. δειλιάζω, λιποψυχώ, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεσαν το ρ. με τις λ. ὄρρος «οπίσθια, γλουτοί» και …
8ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …
9ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …
10όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …