1οψητήρ — ὀψητήρ, ῆρος, ὁ (Α) πιθ. αγγείο για το βράσιμο τών φαγητών, χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ἑψητήρ < ἕψω*] …
Dictionary of Greek
2ὀψητῆρι — ὀψητήρ masc dat sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)