ὀψίνοος
1ὀψίνοον — ὀψίνοος late observing masc/fem acc sg ὀψίνοος late observing neut nom/voc/acc sg ὀψίνους masc/fem acc sg ὀψίνους neut nom/voc/acc sg …
2ὀψινόου — ὀψίνοος late observing masc/fem/neut gen sg ὀψίνους masc/fem/neut gen sg …
3ὀψινόῳ — ὀψίνοος late observing masc/fem/neut dat sg ὀψίνους masc/fem/neut dat sg …
4νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …