ὀχός
1οχός — ὀχός, ή, όν (Α) σταθερός, στέρεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε οχος (πρβλ. δρύ οχος, ηνί οχος)] …
2ὀχός — firm masc/fem nom sg …
3ὄχος — carriage masc nom sg …
4όχος — ο (Α ὄχος, ποιητ. και δωρ. τ. ὄκχος) δίτροχο μικρό όχημα χωρίς πλευρά για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένων αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄχοι τα νεύρα τής υστέρας 2. πιθ. οχετός 3. φρ. α) «ἅρματος ὄχος» όχημα β) «ὄχος ταχυήρης» πλοίο γ) «τροχαλοὶ ὄχοι» οι …
5ὀχῶν — ὄχος carriage neut gen pl (attic epic doric) ὀχέω hold fast pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὀχή prop fem gen pl ὀχός firm masc/fem/neut gen pl …
6ὀχόν — ὀχός firm masc/fem acc sg ὀχός firm neut nom/voc/acc sg …
7ὄχω — ὄχος carriage masc nom/voc/acc dual ὄχος carriage masc gen sg (doric aeolic) …
8Πάνδοξ — οχος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν πανδοχ(ε)ίῳ οἰκῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < πανδόκος, κατά τα αθέματα ουσ.] …
9ὀχοί — ὀχός firm masc/fem nom/voc pl …
10ὀχέεσσι — ὄχος carriage neut dat pl (epic) …