ὀχός

  • 31λιμενήοχος — λιμενήοχος, ον (Α) αυτός που περιέχει, που περικλείει τον λιμένα («λιμενήοχος ἄκρη», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, ένος + συνδετικό φωνήεν η (για μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών) + οχος (< ἔχω), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 32νήοχος — νήοχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει το πλοίο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που κυβερνά το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + οχος (< ἔχω), πρβλ. ηνί οχος, λιμενή οχος] …

    Dictionary of Greek

  • 33ευπάροχος — εὐπάροχος, ον (Μ) 1. (για άλογα) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα, ο πειθήνιος 2. αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα» < ευ + πάρ οχος (< όχος) με τη σημασία «αυτός που παρέχει… …

    Dictionary of Greek

  • 34καμπύλοχος — καμπύλοχος, ον (Α) (για άροτρο) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + οχος (< ὀχοῦμαι), πρβλ. νή οχος] …

    Dictionary of Greek

  • 35πάροχος — (I) ό ΜΑ 1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος 2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έπ οχος)]. (II) ον, ΜΑ [παρέχω] χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν» …

    Dictionary of Greek

  • 36πολύοχος — ον, Α αυτός που έχει, περιέχει ή κατέχει πολλά («πολυόχου τυραννίδος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οχος (< ἔχω), πρβλ. κάτ οχος] …

    Dictionary of Greek

  • 37ὦχος — ἄχος , ἄχος pain neut nom/voc/acc sg ὄχος , ὄχος carriage masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 38seĝh-, seĝhi-, seĝhu- —     seĝh , seĝhi , seĝhu     English meaning: to hold, possess; to overcome smbd.; victory     Deutsche Übersetzung: “festhalten, halten; einen in Kampf ũberwältigen; Sieg”     Material: O.Ind. sáhatē “ mastered, is able, endures “, sáhas n.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 39воз — I вз , взо , также вос , вс – приставка, др. русск. въз с вин. п. за, вместо , въз воз , ст. слав. въз ἀντί (Супр.), болг. въз , вз , сербохорв. уз , уза , словен. vz , чеш. vz , vze , слвц. vzo , польск. wz , полаб. våz . Родственно лит. už за …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 40Корень часть слова — в индоевропейских языках главная часть слова, повторяющаяся неизменно или с незначительными изменениями в целом ряде родственных этимологически (т. е. схожих в звуковом отношении и близких по значению) слов. К., при этом, является носителем… …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона