ὀχεών
1Οχεών — Ὀχεών, ῶνος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στη Σμύρνη …
2ὀχέων — ὄχος carriage neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀχέω hold fast pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ὀχεύς anything used for holding masc gen pl ὀχέω̆ν , ὀχεύς anything used for holding masc gen pl ὀχή prop fem gen pl (epic… …
3κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …
4χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …