ὀχετός
1ὀχετός — means for carrying water masc nom sg …
2οχετός — ο (Α ὀχετός) αυλάκι ή υπόγεια σήραγγα κατάλληλη για τη μεταφορά τού νερού από ένα σημείο σε άλλο νεοελλ. 1. υπόγειος αγωγός ή σήραγγα απαγωγής αποβλήτων 2. βόθρος 3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες αρχ. 1. δερμάτινος… …
3οχετός — ο αυλάκι, υπόνομος ακάθαρτων νερών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀχετοῖς — ὀχετός means for carrying water masc dat pl …
5ὀχετοῖσι — ὀχετός means for carrying water masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6ὀχετοῖσιν — ὀχετός means for carrying water masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7ὀχετοί — ὀχετός means for carrying water masc nom/voc pl …
8ὀχετοῦ — ὀχετός means for carrying water masc gen sg …
9ὀχετούς — ὀχετός means for carrying water masc acc pl …
10ὀχετῶν — ὀχετός means for carrying water masc gen pl …