ὀφθαλμίζομαι
1ὀφθαλμιοῦμαι — ὀφθαλμίζομαι to be inoculated fut ind mp 1st sg (attic epic doric) …
2ὀφθαλμισθείη — ὀφθαλμίζομαι to be inoculated aor opt mp 3rd sg …
3ὀφθαλμισθῆναι — ὀφθαλμίζομαι to be inoculated aor inf mp …
4ὠφθαλμισμένους — ὀφθαλμίζομαι to be inoculated perf part mp masc acc pl …
5ενοφθαλμιάζομαι — ἐνοφθαλμιάζομαι (Α) (για δέντρα) επιδέχομαι ενοφθαλισμό, εγκεντρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού ενοφθαλμίζομαι < εν + οφθαλμίζομαι < οφθαλμός] …
6κυνοφθαλμίζομαι — (Α) κοιτάζω με ιταμότητα και αναίδεια σαν σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὀφθαλμίζομαι (< ὀφθαλμός)] …
7οφθαλμίζω — ὀφθαλμίζω (ΑΜ) [οφθαλμός] μσν. (σχετικά με δένδρο) εμβολιάζω, μπολιάζω αρχ. παθ. ὀφθαλμίζομαι α) (για δένδρο) ενοφθαλμίζομαι, εμβολιάζομαι β) κοσμούμαι με πολύτιμους λίθους γ) πάσχω από οφθαλμία …
8ἀντοφθαλμίσει — ἀντί ὀφθαλμίζομαι to be inoculated fut ind mp 2nd sg …