ὀφελ
1ὄφελ' — ὄφελε , ὀφείλω IG aor imperat act 2nd sg (epic) ὄφελε , ὀφείλω IG aor ind act 3rd sg (epic) …
2οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …
3οφέλλω — (I) ὀφέλλω (Α) (επικ. και αρκαδ. τ.) βλ. οφείλω. (II) ὀφέλλω (Α) 1. αυξάνω, μεγαλώνω, υψώνω, επιτείνω («οὐ γάρ τις κείνῳ ἐναλίγκια κύματ ὀφέλλει... πόρος», Διον. Περ.) 2. δίνω τιμή, τιμώ («πεδίον σὺν θεῶν ὀφέλλειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… …