ὀφίασις
1ὀφίασις — bald place on the head fem nom sg …
2ὀφιάσεις — ὀφίασις bald place on the head fem nom/voc pl (attic epic) ὀφίασις bald place on the head fem nom/acc pl (attic) …
3ὀφιάσεσι — ὀφίασις bald place on the head fem dat pl …
4ὀφιάσεσιν — ὀφίασις bald place on the head fem dat pl …
5ὀφίασιν — ὀφίασις bald place on the head fem acc sg …
6οφίαση — η (Α ὀφίασις) νεοελλ. μορφή γυροειδούς αλωπεκίας κατά την οποία η κόμη ή οι τρίχες πέφτουν ταινιοειδώς, ιδίως στην ινιακή χώρα αρχ. 1. η οφιοειδής γύμνωση τών τριχών τής κεφαλής 2. είδος λέπρας κατά το οποίο ο ασθενής αλλάζει δέρμα σαν το φίδι.… …
7όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …
8ὀφιάσεων — ὀφιάσεω̆ν , ὀφίασις bald place on the head fem gen pl …
9ὀφιάσεως — ὀφιάσεω̆ς , ὀφίασις bald place on the head fem gen sg (attic) …