ὀσῑριάζω
1οσιριάζω — ὀσιριάζω (Α) [Όσιρις] λατρεύω τον Όσιρι, έχω παραδοθεί στη λατρεία τού Οσίριδος …
2Ὀσιριάζουσαν — Ὀσιριάζω Osiris pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …
3Οσιριασταί — Ὀσιριασταί, οι (Α) [οσιριάζω] όμιλος τών λάτρεων τού Οσίριδος …