ὀσφῦς
1ὀσφῦς — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom/voc pl …
2οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» …
3ὀσφύς — ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem nom sg ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom sg …
4ὀσφῦν — ὀσφύς fem acc sg ὀσφύς fem acc sg …
5ὀσφύας — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem acc pl …
6ὀσφύες — ὀσφύς fem nom/voc pl ὀσφύς fem nom/voc pl …
7ὀσφύος — ὀσφύς fem gen sg ὀσφύς fem gen sg …
8ὀσφύσι — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl …
9ὀσφύσιν — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl …
10ὀσφύων — ὀσφύς fem gen pl ὀσφύς fem gen pl …
Страницы