ὀσφῦς

  • 21ιγνύς — η (Α ἰγνύς, ύος) η ιγνύα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. κατά το οσφύς και άλλες ονομασίες μελών σώματος] …

    Dictionary of Greek

  • 22ιεροσφυϊκός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό και στην οσφύ («ιεροσφυϊκός μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + οσφυϊκός < οσφύς] …

    Dictionary of Greek

  • 23ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την …

    Dictionary of Greek

  • 24μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …

    Dictionary of Greek

  • 25μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …

    Dictionary of Greek

  • 26νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… …

    Dictionary of Greek

  • 27οσφυΐτιδα — η ιατρ. η οσφυαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + κατάλ. ίτις, ίτιδος (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …

    Dictionary of Greek

  • 28οσφυήξ — ὀσφυήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει εξαρθρωμένη οσφύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + ήξ, ῆγος (< ἄγνυμι «σπάω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 29οσφυαλγής — ὀσφυαλγής, ές (Α) αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγής] …

    Dictionary of Greek

  • 30οσφυοπαγής — ές τερατώδης δίδυμη κύηση κατά την οποία τα δύο έμβρυα είναι ενωμένα στην οσφυϊκή χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + παγής (< πήγνυμι)] …

    Dictionary of Greek