ὀσφῦς

  • 11ὀσφύα — ὀσφύς fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12ιξύς — ἰξύς, ύος, ἡ (Α) 1. η οσφύς, η μέση 2. στον πληθ. αἱ ἰξύες το τμήμα μεταξύ τών ισχίων και τής οσφύος, οι λαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε ῡ απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη τού σώματος (πρβλ. οσφύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 13οσφύδιον — ὀσφύδιον, τὸ (Α) [οσφύς] (υποκορ. τού οσφύς) μικρή μέση, μεσούλα …

    Dictionary of Greek

  • 14ὀσφύι — ὀσφύϊ , ὀσφύς fem dat sg ὀσφύϊ , ὀσφύς fem dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 15ὀσφύν — ὀσφύ̱ν , ὀσφύς fem acc sg ὀσφύς fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 16чресла — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ὀσφύς) бедра.          …

    Словарь церковнославянского языка

  • 17LUMBUS — a lubedine, Isid. virium sedes in animali. Nahum. c. 2. v. 1. confirma lumbos. Et Ps. 69. v. 24. fac ut Lumbi eorum iugiter nutent. Hinc Roboam Idaeis, Minimus, inquit, digitus meus crassior est lumbis patris mei: et elumbis vulgo pro debili. Hos …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 18επικινώ — ἐπικινῶ, έω (Α) [κινώ] 1. κινώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῑν ὑγρῶς ἐπικινεῑται», Λουκιαν.) 2. μέσ. ἐπικινοῡμαι, έομαι χειρονομώ, κάνω κινήσεις 3. μέσ. μτφ. συγκινούμαι («ὅσοι ποτέ ἐπεκινοῡντο ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ) …

    Dictionary of Greek

  • 19επιστροφίς — ἐπιστροφίς, ἡ (Α) [επίστροφος] 1. εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη οσφύς 2. μπούκλα μαλλιού …

    Dictionary of Greek

  • 20ζώση — η (AM ζῶσις) [ζώννυμι] η ενέργεια τού ζώνω, το ζώσιμο, η περίζωση νεοελλ. η τοποθέτηση και το σφίξιμο τής ζώνης γύρω από τη μέση νεοελλ. μσν. η μέση, η οσφύς μσν. αρχ. η ζώνη …

    Dictionary of Greek