ὀσφρητός
1οσφρητός — ὀσφρητός, ή, όν (Α) [οσφραίνομαι] οσφραντός …
2ὀσφρητά — ὀσφρητός neut nom/voc/acc pl ὀσφρητά̱ , ὀσφρητός fem nom/voc/acc dual ὀσφρητά̱ , ὀσφρητός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3ὀσφρητῶν — ὀσφρητός fem gen pl ὀσφρητός masc/neut gen pl …
4ὀσφρητόν — ὀσφρητός masc acc sg ὀσφρητός neut nom/voc/acc sg …
5ὀσφρηταῖς — ὀσφρητός fem dat pl …
6ὀσφρηταί — ὀσφρητός fem nom/voc pl …
7ὀσφρητοῖς — ὀσφρητός masc/neut dat pl …
8ὀσφρητοῦ — ὀσφρητός masc/neut gen sg …
9-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …
10ευόσφρητος — εὐόσφρητος, ον (Α) (για τον σκύλο) αυτός που έχει καλή όσφρηση, οξεία όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οσφρητός (< οσφραίνομαι)] …
- 1
- 2