ὀστέ'
1όστε — ὅστε και ὅ τε, ἥτε, ὅτε (Α) 1. εκείνος που, αυτός ο οποίος 2. φρ. α) «ἐξ οὗτε» από τον χρόνο κατά τον οποίο, αφότου β) «ὅ τε» επειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅς, ἥ, ὅ + εγκλιτικό μόριο τε (βλ.λ. τε)] …
2ὅστε — who masc nom/voc sg (attic) …
3ὀστέ' — ὀστέα , ὀστέον d Fr. neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) …
4χὥστε — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) …
5ὅσθ' — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) …
6ὅστ' — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) …
7αἵτε — ὅστε who fem nom pl …
8οἵτε — ὅστε who masc nom/voc pl (attic) …
9οὗτε — ὅστε who masc/neut gen sg …
10ἥτε — ὅστε who fem nom/voc/acc sg (attic) …
Страницы