ὀσσῶν
1Ὀσσῶν — Ὄσσα fem gen pl …
2ὀσσῶν — ὄσσα a rumour fem gen pl …
3ὄσσων — ὄσσε the two eyes neut gen pl …
4ὅσσων — ὅσος as great as fem gen pl (epic) ὅσος as great as masc/neut gen pl (epic) …
5προτιόσσομαι — Α 1. βλέπω, κοιτάζω 2. (για τον νου) προβλέπω, προαισθάνομαι 3. προσδοκώ, περιμένω 4. (κατά τον Ησύχ.) «προτιόσσεται προορᾱται, προσδέχεται, προσαγορεύει» 5. (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτιόσσομαι, προσβλέπω, ἀπὸ τῶν ὄσσων ἡ μεταφορά». [ΕΤΥΜΟΛ. <… …