ὀσμύλη
1οσμύλη — ὀσμύλη, ἡ (Α) ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα ύλη (πρβλ. κογχ ύλη)] …
2ὀσμύλην — ὀσμύλη a strong smelling musky octopus fem acc sg (attic epic ionic) …
3οσμύλος — Γένος νευρόπτερων εντόμων της οικογένειας των ημεροβιιδών. Είναι μεγάλα ωραία έντομα, που ζουν σε εύκρατες και θερμές χώρες. Έχουν στικτά δαντελλωτά φτερά και ζουν κοντά σε τρεχούμενα νερά, κάτω από φύλλα. Ο ο. ο στικτός αφθονεί στην κεντρική… …
4πολυποδίνη — ἡ, Α μικρό χταπόδι οσμύλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπους, οδος + επίθημα ίνη (πρβλ. αθερ ίνη, χοιρ ίνη)] …
5ὀσμύλαι — ὀσμύλᾱͅ , ὀσμύλη a strong smelling musky octopus fem dat sg (doric aeolic) …