ὀρόφωμα
1ὀρόφωμα — roof neut nom/voc/acc sg …
2ορόφωμα — το (Α ὀρόφωμα) [οροφώ] οροφή, στέγη …
3ὀροφώμασι — ὀρόφωμα roof neut dat pl …
4ὀροφώμασιν — ὀρόφωμα roof neut dat pl …
5ὀροφώματα — ὀρόφωμα roof neut nom/voc/acc pl …
6ὀροφώματος — ὀρόφωμα roof neut gen sg …
7φάτνωμα — το, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] 1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της 2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα τής οροφής («τό τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῡν», Ευσ.) νεοελλ. 1.… …
8ՁԵՂՈՒՆ — (ուան, անց.) NBH 2 0149 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. στέγη, ὅροφος, ὁρόφωμα tectum, tegmen στέγασμα contignatio, concameratio ἑπίβασις ascensus εἵλημα involucrum, integumentum. (լծ. յն.… …