1ορόντιον — ὀρόντιον, τὸ (Α) είδος φυτού το οποίο χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τον ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομ. τού φυτού οφείλεται πιθ. στο όνομα ενός γιατρού Ορόντη, που επινόησε τη θεραπευτική αυτή αγωγή] …
Dictionary of Greek
2ὀρόντιον — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ὀροντίου — ὀρόντιον neut gen sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)