ὀρίνδης

  • 1ορίνδης — ὀρίνδης, ὁ (Α) άρτος παρασκευασμένος από όρυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ άλλους, η λ. δηλώνει έναν …

    Dictionary of Greek

  • 2ὀρίνδην — ὀρίνδης bread made of masc acc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ὀρίνδα — ὀρίνδᾱ , ὀρίνδης bread made of masc nom/voc/acc dual ὀρίνδης bread made of masc voc sg ὀρίνδᾱ , ὀρίνδης bread made of masc gen sg (doric aeolic) ὀρίνδης bread made of masc nom sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4ορίνδα — ὀρίνδα (Α) [ορίνδης] η όρυζα, το ρύζι …

    Dictionary of Greek

  • 5ορίνδιος — ὀρίνδιος, ον (Α) [ορίνδης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρυζα, στο ρύζι …

    Dictionary of Greek

  • 6όρυζα — η (Α ὄρυζα και ὄρυζον, τὸ) 1. βοτ. γένος υδροχαρών αγρωστωδών φυτών καθώς και τα φαγώσιμα σπέρματά τους, το ρύζι 2. φρ. «βράσε όρυζα» λέγεται σε περιπτώσεις κακής τροπής τών πραγμάτων ή ανεπανόρθωτης εξέλιξης μιας κατάστασης ή και για δήλωση… …

    Dictionary of Greek