ὀρέστας
1Ὀρέστας — Ὀρέστᾱς , Ὀρέστης masc acc pl Ὀρέστᾱς , Ὀρέστης masc nom sg (epic doric aeolic) …
2ὀρέστας — ὀρέστᾱς , ὀρέστης masc acc pl ὀρέστᾱς , ὀρέστης masc nom sg (epic doric aeolic) …
3ορεστιάς — Πόλη στη χώρα των Οδρυσών της Θράκης, που ονομαζόταν παλαιότερα Ουσκουδάμα και ονομάστηκε Ορέστεια ή Ορεστειάς επειδή είχε καταφύγει εκεί ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ορέστης, όταν οι Ερινύες τον… …