ὀρϑῶς φρονεῖν

  • 1τολμώ — τολμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [τόλμη] 1. παίρνω το θάρρος να πράξω κάτι (α. «τόλμησε να τού εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῑν», Αισχύλ.) 2. επιχειρώ κάτι το ριψοκίνδυνο, αψηφώ τον κίνδυνο, αποτολμώ 3. απόλ. έχω θάρρος, είμαι τολμηρός …

    Dictionary of Greek