ὀρϑοκόρυδος

  • 1ορθοκόρυδος — ὀρθοκόρυδος, ὁ (Α) πραγματικός κορυδαλλός, παρωνύμιο ανθρώπου ο οποίος είχε λεπτή και αποκρουστική φωνή σαν τού κορυδαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κόρυδος «κορυδαλλός»] …

    Dictionary of Greek

  • 2ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …

    Dictionary of Greek