ὀρύξω

  • 1ὀρύξω — ὀρύ̱ξω , ὀρύσσω dig aor subj act 1st sg ὀρύ̱ξω , ὀρύσσω dig fut ind act 1st sg ὀρύ̱ξω , ὀρύσσω dig aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek