ὀρόγυια
1ορόγυια — ὀρόγυια, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) οργυιά …
2ὀρόγυια — the length of the outstretched arms fem nom/voc sg …
3ὀρογυίας — ὀρογυίᾱς , ὀρόγυια the length of the outstretched arms fem acc pl ὀρογυίᾱς , ὀρόγυια the length of the outstretched arms fem gen sg (attic doric aeolic) …
4ὀρόγυιαν — ὀρόγυια the length of the outstretched arms fem acc sg …
5οργιά — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους …
6επτορόγυιος — ἑπτορόγυιος, ον (Α) με εφτά οργυιές μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ορόγυια, αττ. τ. του οργυιά] …
7reĝ-1 — reĝ 1 English meaning: right, just, to make right; king Deutsche Übersetzung: “gerade, gerade richten, lenken, recken, strecken, aufrichten” (also unterstũtzend, helfend); direction, line (Spur, Geleise) under likewise… …