ὀρχομενίζω
1ορχομενίζω — ὀρχομενίζω (Α) [Ορχομένιος] είμαι με το μέρος τών Ορχομενίων …
2Ὀρχομενίζοντας — Ὀρχομενίζω side with the Orchomenians pres part act masc acc pl …
1ορχομενίζω — ὀρχομενίζω (Α) [Ορχομένιος] είμαι με το μέρος τών Ορχομενίων …
2Ὀρχομενίζοντας — Ὀρχομενίζω side with the Orchomenians pres part act masc acc pl …