ὀρχμούς λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον οὑκ ἐπεργαζόμενον

  • 1ορχμούς — ὀρχμούς (Α) (κατά το Κανταβριγιανόν λεξικόν) «λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον, οὐκ ἐπεργαζόμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. μός] …

    Dictionary of Greek