ὀρχεῖσϑαι

  • 1ὀρχεῖσθαι — ὀρχέομαι dance pres inf mp (attic epic) ὀρχέω dance pres inf mp (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ὀρχεῖσθ' — ὀρχεῖσθε , ὀρχέομαι dance pres imperat mp 2nd pl (attic epic) ὀρχεῖσθε , ὀρχέομαι dance pres opt mp 2nd pl (epic ionic) ὀρχεῖσθε , ὀρχέομαι dance pres ind mp 2nd pl (attic epic) ὀρχεῖσθαι , ὀρχέομαι dance pres inf mp (attic epic) ὀρχεῖσθε ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3лететь — лечу, укр. летiти, ст. слав. летѣти, лештѫ (Рs. Sin.), болг. летя, сербохорв. лѐтjети, лети̑м, словен. letėti, letim, польск. lесiеc, lесę, в. луж. lecec, н. луж. leses. Итер.: летать, аю, цслав. лѣтати, болг. лятам, сербохорв. лиjѐтати,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 4плясать — пляшу, пляс, пляска, др. русск. плясати, ст. слав. плѩсати ὀρχεῖσθαι (Остром., Мар., Еuсh. Sin.), плѩсьць ὀρχηστής (Супр.), болг. диал. плеша (Младенов 429), сербохорв. плѐсати, пле̏ше̑м, словен. plẹsati, plẹšem, чеш. plesati, plesam плясать,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 5плѧсати — ПЛѦ|САТИ (29), ШОУ, ШЕТЬ гл. Плясать, танцевать: не подобаѥть хрьсти˫аномъ на бракы ходѧще играти или плѧсати. нъ чисто обѣдовати или вечерѧти (ὀρχεῖσϑαι) КЕ XII, 99б; то же ПНЧ к. XIV, 37в; мужи и жены сходѧще пирень˫а творѧть. и ѹпившесѧ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 6δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να …

    Dictionary of Greek

  • 7εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… …

    Dictionary of Greek

  • 8κόρδαξ — Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός, ο οποίος μνημονεύεται συχνά στις αττικές κωμωδίες. Φαίνεται πως αρχικά τον χόρευαν στην Πελοπόννησο προς τιμήν της Άρτεμης. * * * κόρδαξ, ὁ (Α) 1. είδος χορού τής αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 9ληκάω — (Α) 1. πορνεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ληκᾱν τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῑσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληκάω (πρβλ. πηδάω) είναι επιτατ. τύπος. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *lēk «πηδώ, κάμπτω, σπαρταρώ» (πρβλ. λεττον. lēkaju, lēkat «πετώ, πηδώ, σκιρτώ», λιθουαν. lekiu, lēkti… …

    Dictionary of Greek

  • 10ορχούμαι — (ΑΜ ὀρχοῡμαι, έομαι) χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ », Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.) 2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek