ὀρφικά
1Ὀρφικά — Ὀρφεύς Orpheus neut nom/voc/acc pl Ὀρφικά̱ , Ὀρφεύς Orpheus fem nom/voc/acc dual Ὀρφικά̱ , Ὀρφεύς Orpheus fem nom/voc sg (doric aeolic) Ὀρφικός Orpheus neut nom/voc/acc pl Ὀρφικά̱ , Ὀρφικός Orpheus fem nom/voc/acc dual Ὀρφικά̱ , Ὀρφικός Orpheus… …
2Ορφικά — Ιερά βιβλία, που πιστευόταν πως περιείχαν θείες αποκαλύψεις. Αποδίδονται στον Oρφέα (βλ. λ.), αλλά στην πραγματικότητα έχουν γραφεί από συγγραφείς διαφόρων χρόνων. Τα ιερά αυτά βιβλία περιείχαν δογματικά διατυπωμένες διδασκαλίες, καθώς και ύμνους …
3Ὀρφικάς — Ὀρφικά̱ς , Ὀρφεύς Orpheus fem acc pl Ὀρφικά̱ς , Ὀρφικός Orpheus fem acc pl …
4Orphica — • Όρφικά, так называются различные стихотворения, неправильно приписываемые Орфею, которые критика относит к позднейшему времени и которые вообще явились после христианской эры. 1. Άργοναυτικά, поэма очень посредственного… …
5ορφισμός — Νεότερη, συμβατικά πλασμένη ονομασία που έχει δοθεί σε μια ελληνική θρησκευτική τάση, η οποία φαίνεται να διακρίνεται, και μερικές φορές εξαιτίας αντίθετης θέσης, από τα ιδεολογικά και πνευματικά σχήματα της κλασικής θρησκείας της αρχαίας Ελλάδας …
6Orphism (religion) — Orphic mosaics were found in many late Roman villas Orphism (more rarely Orphicism) (Ancient Greek: Ὀρφικά) is the name given to a set of religious[1] beliefs and practices in the ancient Greek and the Hellenistic wo …
7Орфей — (Όρφεύς). Имя О. связано как с ранней историей греческой литературы; в которой он занимает место как мифический поэт фракийского происхождения, так и с историей греческой религии, в которой он является установителем особого вероучения и… …
8απάτωρ — ἀπάτωρ ( ορος), ο (AM) [πατήρ] 1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα 2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος «αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος) 3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς… …
9δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …
10κλώδωνες — Ονομασία, στη Μακεδονία, των γυναικών που συμμετείχαν στα ορφικά και διονυσιακά όργια. Οι Κ. ονομάζονταν και Μιμαλλόνες. * * * κλώδωνες, αἱ (Α) μακεδονική επωνυμία τών Μαινάδων («αἱ τῇδε γυναῖκες... Κλώδωνές τε καὶ Μιμαλλόνες ἐπωνυμίαν ἔχουσαι»,… …
- 1
- 2