1ορφακίνης — ὀρφακίνης, ὁ (Α) μικρός σε ηλικία ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός + κατάλ. ίνης, μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *ὄρφαξ (πρβλ. δελφακ ίνης: δέλφαξ)] …
Dictionary of Greek
2ὀρφακίνης — ayoung masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ὀρφακίνην — ὀρφακίνης ayoung masc acc sg (attic epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)