ὀρυγ-

  • 1ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 2κυμάς — κυμάς, άδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η έγκυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + κατάλ. μάς (πρβλ. ορυγ μάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 3ορυγεύς — ὀρυγεύς (Α) σκαπανέας, σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρυγ τού ὀρύσσω + κατάλ. εύς (πρβλ. αρπαγ εύς)] …

    Dictionary of Greek