ὀρυγμός
1ορυγμός — ὀρυγμός, ὁ (Α) [ορύσσω] βαθιά σκαμμένο μέρος τού εδάφους, όρυγμα …
2όρυγμος — ὄρυγμος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «βρυχόμενος» …
3ορυγμία — ὀρυγμία, ἡ (Α) [ορυγμός] όρυγμα …
4ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …
5προκατορυγμός — ὁ, Α μόσχευση, μεταφύτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατά + ὀρυγμός < ὀρύσσω «εξάγω, αφαιρώ μαλακό τμήμα από κοιλότητα τού ανθρωπίνου σώματος»] …