ὀρτῠγία
1Ὀρτυγία — Ὀρτυγίᾱ , Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc/acc dual Ὀρτυγίᾱ , Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Ὀρτυγίᾳ — Ὀρτυγίαι , Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc pl Ὀρτυγίᾱͅ , Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Ορτυγία — Ονομασία διαφόρων περιοχών, νησιών και χωρών της αρχαιότητας. 1. Αρχαιότατη ονομασία περιοχής της Αιτωλίας. 2. Παλαιότερη ονομασία της Δήλου, όπου γεννήθηκε η Άρτεμη, η οποία επονομαζόταν Ορτυγία. 3. Νησί απέναντι από τις Συρακούσες, στο oποίο,… …
4ὀρτύγια — ὀρτύγιον neut nom/voc/acc pl …
5Ὀρτυγίας — Ὀρτυγίᾱς , Ὀρτυγία Quail island fem acc pl Ὀρτυγίᾱς , Ὀρτυγία Quail island fem gen sg (attic doric aeolic) …
6Ὀρτυγίαι — Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc pl Ὀρτυγίᾱͅ , Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (attic doric aeolic) …
7Ортигия — (Όρτυγία; буквально местность перепелов) название нескольких местностей в древней географии. 1) Этим именем назывался в древности о в Делос, почему и родившаяся здесь Артемида получила эпитет Όρτυγία. 2) Лежащий напротив Сиракуз остров (Νάσος),… …
8Ὀρτυγίαν — Ὀρτυγίᾱν , Ὀρτυγία Quail island fem acc sg (attic doric aeolic) …
9Ὀρτυγίαις — Ὀρτυγία Quail island fem dat pl …
10Ὀρτυγίη — Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc sg (epic ionic) …