ὀρταλίζω
1ανορταλίζω — ἀνορταλίζω (AM) χτυπώ τα φτερά και κράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + *ορταλίζω «χτυπώ τα φτερά μου, ανασκιρτώ» < ορταλίς «νεοσσός πουλιού»] …
1ανορταλίζω — ἀνορταλίζω (AM) χτυπώ τα φτερά και κράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + *ορταλίζω «χτυπώ τα φτερά μου, ανασκιρτώ» < ορταλίς «νεοσσός πουλιού»] …