ὀροδαμνίς
1οροδαμνίς — ὀροδαμνίς, ἡ (Α) [ορόδαμνος] μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι …
2ὀροδαμνίδας — ὀροδαμνίς sprig fem acc pl …
3ὀροδαμνίδες — ὀροδαμνίς sprig fem nom/voc pl …
4ὀροδαμνίσιν — ὀροδαμνίς sprig fem dat pl …
1οροδαμνίς — ὀροδαμνίς, ἡ (Α) [ορόδαμνος] μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι …
2ὀροδαμνίδας — ὀροδαμνίς sprig fem acc pl …
3ὀροδαμνίδες — ὀροδαμνίς sprig fem nom/voc pl …
4ὀροδαμνίσιν — ὀροδαμνίς sprig fem dat pl …