ὀρνῑθο-λόχος

  • 1φρυνολόχος — ον, Α (ως χαρακτηρισμός αρπακτικού πτηνού) πιθ. είδος γερακιού που κυνηγάει φρύνους, αλλ. φρυνολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύνη / φρῦνος + λόχος (< λόχος «ενέδρα»), πρβλ. ὀρνιθο λόχος. Ο τ. αποτελεί δ. γρφ. αντί τού φρυνολόγος] …

    Dictionary of Greek