ὀρθότης
1ὀρθότης — upright posture fem nom sg …
2ὀρθότητα — ὀρθότης upright posture fem acc sg …
3ὀρθότητες — ὀρθότης upright posture fem nom/voc pl …
4ὀρθότητι — ὀρθότης upright posture fem dat sg …
5ὀρθότητος — ὀρθότης upright posture fem gen sg …
6ορθότητα — η (Α ὀρθότης, ητος) [ορθός] 1. το να είναι κάτι ορθό, δηλ. αληθές, ακριβές, σωστό (α. «η ορθότητα τού συλλογισμού» β. «ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθότης», Πλάτ.) 2. ευθύτητα αρχ. 1. η όρθια στάση 2. η χρήση τής ονομαστικής πτώσης κατά την αφήγηση 3.… …
7Orthotes — (Greek: Ὁρθότης rightness ) is a Greek philosophy concept which means approximately an eye s correctness . In Plato s philosophy it is said to be the passage from the physical eyes to the eyes of the intellect. At least this seems to be the… …
8ПРОДИК — ПРОДИК (Πρόδικος) Кеосский (после 470 после 399 до н. э.), др. греч. софист; активно участвовал в политической жизни своего города и выполнял дипломатические поручения, сочетая эту деятельность с преподаванием и произнесением показательных… …
9εννοιακός — ἐννοιακός, ή, όν (Μ) [έννοια] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην έννοια («ἐννοιακὴ ὀρθότης», Ευστ.) …
10Άγκνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας (βλ. λ. Βέδες) προσωποποίηση μιας ιδιαίτερης μορφής της φωτιάς, που παρευρίσκεται κυρίως στις θυσίες, όπου ενώνει τον ορατό κόσμο των ανθρώπων με τον αόρατο κόσμο των θεών. Θεωρείται άλλοτε τέκνο των Ουράνιων Υδάτων… …
- 1
- 2